- ἀποκριθῶ
- ἀποκρῐθῶ , ἀποκρίνωset apartaor subj pass 1st sg (attic epic doric)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
αδελφοποιτός — Πρόσωπο που συνδέεται με άλλο με την αδελφοποίηση. Λέγονται και σταυραδερφοί σταυραδέρφια, βλάμηδες και μπουραζέρηδες, μπράτιμοι και αρκαντάσηδες κλπ. Κατά την εποχή της δράσης της Φιλικής Εταιρείας, α. ονόμαζαν τα αγράμματα μέλη της, που… … Dictionary of Greek